unable$86236$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unable$86236$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Able (disambiguation); Unable; Unability; ABLE (disambiguation); ABLE

unable      
adj. ανίκανος, αδύνατων

Ορισμός

able
adj. able to + inf. (she was not able to reach him) USAGE NOTE: In passive constructions, able is replaced by the verb can: he cannot be reached.

Βικιπαίδεια

Able

Able may refer to:

  • Able (1920 automobile), a small French cyclecar
  • Able (rocket stage), an upper stage for Vanguard, Atlas, and Thor rockets
  • Able (surname)
  • ABLE account, a savings plan for people with disabilities
  • Able UK, British ship breaking and recycling company
  • Able, Colorado, a community in the United States
  • Association for Better Living and Education, a non-profit Church of Scientology organization
  • Oklahoma Alcoholic Beverage Laws Enforcement Commission, a.k.a. Able Commission
  • USNS Able (T-AGOS-20), a U.S. Navy oceanographic survey ship
  • Able space probes, probes in the Pioneer program
  • Able, a U.S. 1946 nuclear weapon test, part of Operation Crossroads
  • Able, one of the first two monkeys in space to return to Earth alive
  • The first letter of the Able-Baker spelling alphabet